οκτάς

οκτάς
(I)
ο
αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους
β) ως κύριο όν. ο Οκτάς
αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, -ntis «οκταμερές όργανο» < λατ. octo «οκτώ» (πρβλ. εξάς, -άντος). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
————————
(II)
ὀκτάς, ἡ (Α)
βλ. οκτάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀκτάς — the number eight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτά — ὀκτάς the number eight fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάδα — ὀκτάς the number eight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάδας — ὀκτάς the number eight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάδες — ὀκτάς the number eight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάδι — ὀκτάς the number eight fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάδος — ὀκτάς the number eight fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάδων — ὀκτάς the number eight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτάδα — και οχτάδα, η (Α ὀκτάς) [οκτώ] 1. σύνολο από οκτώ μονάδες («παράταξη λόχου σε οκτάδες») νεοελλ. φρ. «κανόνας οκτάδων» χημ. αρχή σύμφωνα με την οποία τα χημικά στοιχεία με ατομικούς αριθμούς γειτονικούς με τους ατομικούς αριθμούς τών ευγενών… …   Dictionary of Greek

  • οκτάδιον — ὀκτάδιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλάθιον πρὸς όρνιθάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με ὀκτάς, άδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”